ανησυχητικός

ανησυχητικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που προκαλεί ανησυχία, για τον οποίο κανείς ανησυχεί: Η κατάσταση δεν είναι τόσο ανησυχητική όσο την παρουσιάζουν μερικοί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανησυχητικός — ή, ό (και ανησυχαστικός) αυτός που προκαλεί ανησυχία και αγωνία, ταραχή και φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανησυχώ. Η λ. ανησυχητικός μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς και αναφέρεται στο ουσ. «φήμαι». Η λ. ανησυχαστικός μαρτυρείται από το 1889 …   Dictionary of Greek

  • επίφοβος — η, ο επίρρ. α 1. που προκαλεί το φόβο, φοβερός, επικίνδυνος, απειλητικός, ανησυχητικός. 2. (για οικοδομήματα), που διατρέχει τον κίνδυνο να καταρρεύσει, ο ετοιμόρροπος: Αυτό το μπαλκόνι είναι πολύ επίφοβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”